Home > Term: πλαστικοποιητής
πλαστικοποιητής
Ένα υλικό που έχει ενσωματωθεί σε ένα πλαστικό για να αυξήσει τη λειτουργικότητα, ευελιξία ή διατασιμότητα.
- Besedna vrsta: noun
- Industrija/področje: Energy
- Category: Natural gas
- Company: AGA
0
Avtor
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)