Home > Term: ευτηκτικού
ευτηκτικού
Ένα μείγμα ουσιών που έχει ένα σημείο τήξης που είναι χαμηλότερο από εκείνο των οποιοδήποτε μείγμα από τις ίδιες ουσίες σε άλλες αναλογίες.
- Besedna vrsta: noun
- Industrija/področje: Energy
- Category: Energy efficiency
- Company: U.S. DOE
0
Avtor
- Golgotha
- 100% positive feedback