Home >  Term: αλληλόμορφο
αλληλόμορφο

Διαφορετική μορφή ενός γενετικού τόπου. Ένα αλληλόμορφο για κάθε γενετικό τόπο κληρονομείται από κάθε γονιό(π.χ. στο γενετικό τόπο για το χρώμα των ματιών το αλληλόμορφο μπορεί να οδηγήσει σε μπλε ή καστανά μάτια).

Δείτε επίσης:γονιδιακός τόπος, γονιδιακή έκφραση

0 0

Avtor

  • averganelaki
  • (Thessalonike, Greece)

  •  (Bronze) 183 points
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.