Home > Term: αλληλόμορφο
αλληλόμορφο
Διαφορετική μορφή ενός γενετικού τόπου. Ένα αλληλόμορφο για κάθε γενετικό τόπο κληρονομείται από κάθε γονιό(π.χ. στο γενετικό τόπο για το χρώμα των ματιών το αλληλόμορφο μπορεί να οδηγήσει σε μπλε ή καστανά μάτια).
Δείτε επίσης:γονιδιακός τόπος, γονιδιακή έκφραση
0
Avtor
- averganelaki
- 100% positive feedback
(Thessalonike, Greece)